Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ




Το αλογάκι του παππού

Θυμόμουν πάντα τα χέρια του ροζιασμένα και τα μάτια του γελαστά, γεμάτα αγάπη για τα εγγόνια του, όμως εκείνο το Πάσχα ήταν διαφορετικά: υγρά, θολά… στο αφτί του, εκεί κοντά ένα περίεργο σημάδι κιτρινισμένο... λιωμένο.. παραμορφωμένο δέρμα, που τώρα στα γεράματα του ξεπεταγόταν με μια περίσσια αναίδεια …απ’ τον πόλεμο έλεγε η γιαγιά …μη του το θυμίζεις …

Παππού πες μου για το αλογάκι σου στον πόλεμο..πες μου παππού ..έλα σε παρακαλώ πες μου;

Χρονολογία: 15 Αυγούστου 1922. Τόπος: Μικρά Ασία, Υποχώρηση Ελληνικού Στρατού/ Ανεξάρτητη Μεραρχία[1].

Όλοι πίστευαν ότι είχε καταστραφεί, ότι είχε αιχμαλωτιστεί. Όλοι τους είχαν εγκαταλείψει, όλα είχαν διαψευστεί, όλα τριγύρω τους είχαν καταρρεύσει. Τα μεγάλα λόγια, η ανίκανη κυβέρνηση, οι συμμαχικές μεγάλες δυνάμεις, τα τρεις χιλιάδες χρόνια της ιστορίας, η Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων, η στρατιωτική πειθαρχία. Ενώ ο ελληνικός πληθυσμός σε πόλεις και χωριά άφηνε πίσω του τα πάντα για να γλιτώσει τη σφαγή και σχημάτιζε ατέλειωτα καραβάνια στον δρόμο προς τη θάλασσα.

Ο μέραρχος[2] έδωσε λοιπόν εντολή να συγκεντρωθεί στον κάμπο η μεραρχία, δέκα χιλιάδες αξιωματικοί και οπλίτες, από την Ελλάδα και επιστρατευμένοι μικρασιάτες. Τα συντάγματα πεζικού, οι μοίρες του πυροβολικού με τα μουλάρια, η ίλη ιππικού, τα πολυβόλα, οι σκαπανείς, οι τηλεγραφητές, ο εφοδιασμός, τα μεταγωγικά, οι τραυματιοφορείς και τα ορεινά χειρουργεία. Ήταν ακόμη καλοκαίρι, ένα πρωινό γαλήνιο μέσα στο φως, χωρίς να ακούγεται ούτε ανάσα ανθρώπου.

Μέσω των διοικητών των μονάδων, ο μέραρχος μίλησε σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά.

Δεν είπε, «το έθνος και ο βασιλεύς», δεν είπε, «η ιστορία και τα τιμημένα ελληνικά όπλα».

Είπε, «δεν θα σας κρύψω την αλήθεια», και είπε, «είμαστε μόνοι και μοναδική μας ελπίδα είναι να παραμείνουμε ενωμένοι. Με θάρρος, με πειθαρχία, με υπακοή στις διαταγές».

Είπε, «θα πολεμήσουμε και θα υποχωρήσουμε συντεταγμένοι ως τα καράβια που μας περιμένουν».

Και στο τέλος είπε: «δεν θα παραδοθούμε ποτέ».

Ακολούθησε η νέα κάθοδος των μυρίων. Η μεραρχία[3] κινήθηκε σε μία φάλαγγα. Η εμπροσθοφυλακή που έβγαζε και πλαγιοφυλακές, το κύριο σώμα του στρατού στα χίλια μέτρα, σε άλλα δύο χιλιόμετρα οι βοηθητικές υπηρεσίες, και πεντακόσια μέτρα μετά η οπισθοφυλακή. Με βροχή και με λιακάδα, σε ομαλό έδαφος και σε απόκρημνο, σε πεδιάδες και βουνά, μέσα από κοιλάδες και χαράδρες, πλάι και μέσα από ποτάμια. Επί δεκαπέντε μέρες, από τις 18 Αυγούστου ως τις 3 Σεπτεμβρίου του 1922, και σε απόσταση εξακοσίων χιλιομέτρων ως τη μακρινή θάλασσα.

Ήταν περικυκλωμένοι ασφυκτικά και κάτω από τα συνεχή πυρά του τακτικού και του άτακτου κεμαλικού στρατού. Μοναδικό μέσο επικοινωνίας τους είχαν τον ασύρματο που μπορούσε να στείλει τηλεγραφήματα σε απόσταση 120 χιλιομέτρων και να λάβει από πολύ μακρύτερα. Κανένας όμως δεν απαντούσε, κανένας ελληνικός ασύρματος δεν ακουγόταν, το μόνο που λάμβανε ο δέκτης ήταν τα σήματα των τουρκικών ασυρμάτων που διασταυρώνονταν για να αναγγείλουν τους θριάμβους των στρατευμάτων τους.

Είχαν εξαντλήσει και το τελευταίο όριο της αντοχής τους. Στους λόφους ενέδρευαν οι τσέτες κι όποιον έμενε πίσω, όποιον δεν μπορούσε πια, όποιον τον έπαιρνε ο ύπνος, τον έπαιρνε και ο θάνατος. Σταματούσαν μόνο για να συλλέξουν τρόφιμα και ζωοτροφές από πόλεις και χωριά, για να αντιμετωπίσουν και να νικήσουν ένα πολυάριθμο φανατισμένο εχθρό. Και για να σώσουν τα καραβάνια των απελπισμένων.

Απέρριψαν περιφρονητικά τις επανειλημμένες προσκλήσεις των Τούρκων να παραδοθούν, εκτός από τις συνεχείς αψιμαχίες, αντιμετώπισαν και έτρεψαν σε φυγή μία μεραρχία ιππικού και μία πεζικού που είχε στείλει ειδικά ο Κεμάλ για να τους συλλάβουν.

Όταν έφτασαν στα ορεινά, πάνω από το λιμάνι του Δικελή, αναφώνησαν αυθόρμητα, «θάλασσα, θάλασσα», όπως και οι μύριοι του Ξενοφώντα πριν από χιλιετηρίδες. Έταξαν τα πυροβόλα και τα πολυβόλα στα υψώματα για να αποκρούσουν τις εχθρικές επιθέσεις και επιβιβάστηκαν στα πλοία, ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, συντεταγμένοι με ψηλά το κεφάλι, κάτω από τα χειροκροτήματα των πληρωμάτων των πολεμικών, μαζί με οκτώ χιλιάδες πρόσφυγες, Έλληνες και Αρμένιους, ενώ η Σμύρνη είχε καταληφθεί πριν πολλές μέρες. Τελευταίοι – προς τιμήν τους - εγκατέλειψαν την ιωνική γη οι διοικητές των μονάδων της οπισθοφυλακής.

Πέρασαν στη Μυτιλήνη και αποκατέστησαν αμέσως, με αυστηρότητα, την τάξη στο νησί που είχε γίνει έρμαιο των φυγάδων και πλιατσικολόγων από τις διαλυμένες μονάδες του εκστρατευτικού σώματος. Το ίδιο έκαναν λίγες μέρες αργότερα και στη Θεσσαλονίκη, πριν φύγουν για το πιθανό νέο μέτωπο της Θράκης. Για να ακολουθήσει η αποστράτευση, η προσφυγιά και ο χαρακτηρισμός του «τουρκόσπορου» για τους Μικρασιάτες και να ξεχαστούν όλοι σχεδόν αμέσως...


Ο Μπάμπης ο Σαναλέμης, στρατιώτης από το Βόλο, επιδιόρθωσε μια χαλασμένη βάρκα και με τον Τσίπουρα[4] τον αντισυνταγματάρχη, περάσανε απέναντι στη Μυτιλήνη και φέρανε τ’ ατμόπλοια στο Δικελή, δυό ήτανε στην αρχή αυτά που ήρθανε και πρώτος πάνω στη γέφυρα ξαναγύρισε ο Τσίπουρας με το περίστροφο στο χέρι και ανεβήκαμε πάνω και σωθήκαμε παιδί μου..

Τελευταίος έμεινα τότες με την οπισθοφυλακή[5] του αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου, αφού ανεβάσαμε πρώτα όλα τα γυναικόπαιδα..Τότε και αυτός ανέβηκε στο αντιτορπιλικό.
Τα πολυβόλα έριχναν συνέχεια για ν΄ αποκρούουν τους Τούρκους και με τον Ψαρή μου καλπάζοντας τους πήγα τη νέα διαταγή: επιβίβασις της οπισθοφυλακής και τότε να μια εχθρική οβίδα σκάει στην αποβάθρα…

Ο Τσίπουρας τότε ιππεύει ξανά και πάμε μαζί με τα άλογα στα πολυβόλα μας στις προκεχωρημένες θέσεις για να τους δώσει ηθικό ..φτάσαμε στον ταγματάρχη τον Πλασκοσοβίτη[6], που εκεί λιώνανε τα πολυβόλα και τα τουφέκια από τις απανωτές βολές, που ρίχνανε για να κρατήσουν τους τούρκους μακριά..

Μετράμε πάνω από 800 ιππείς τούρκους και μιλιούνια τσέτες[7] με τουρκικό πεζικό. Μέχρι τότε κάνανε επιθέσεις οι Τούρκοι και τους αποκρούαμε με την πυροβολαρχία μας, βρόνταγαν συνέχεια τα Σνάιντερ- Δαγκλή[8] .

Ανεβαίνουν και οι τελευταίοι στρατιώτες μας πάνω στα ατμόπλοια και τότε δεν φτάνει κανένα άλλο πλοίο για τα ζώα μας …άλογα ..μουλάρια και βόδια, γεμάτο το λιμάνι ….

Του λέω, ήτανε ο Κωνσταντίνου: Κύριε αντισυνταγματάρχα, τ' άλογα μας …τ' άλογα μας μόνο αυτά να πάρουμε μαζί μας ….να τα σώσουμε …

Τότε μας απαντά, ότι άλλα πλοία δεν θα έρθουν στο Δικελή και ότι ο πόλεμος θα συνεχιστεί στη Θράκη…οι Τούρκοι θα τα πάρουν δικά τους…. θα τα χρησιμοποιήσουν μετά εναντίον μας …δεν πρέπει να τ' αφήσουμε στα χέρια του εχθρού .....και πρώτος αφιππεύει από το δικό του και δίνει εντολή να στηθούν τα πολυβόλα …

Όλα τ’ άλογα μαζεύτηκαν στην πλατεία του λιμανιού… εγώ όμως δεν το άφηνα να φύγει μακριά μου με τ’ άλλα …το κρατούσα από τα γκέμια το αλογάκι μου …το χάιδευα το …φιλούσα ..το κοιτούσα στα μεγάλα μάτια του και του μιλούσα … Ψαρή μου ..Ψαρή μου …καλό μου αλογάκι μου .. καλό μου αλογάκι …


Τότε τι έγινε παππού …γιατί δεν πήρες το αλογάκι μαζί σου ..πες μου παππού;


Τότε ..τότε ξεκίνησε το κακό ….ένας σωρός άλογα μέσα στα αίματα ….χαλασμός ....όλα τ’ άλογα να σφαδάζουν στην πλατεία του λιμανιού χτυπημένα απ’ τις σφαίρες …τις δικές μας σφαίρες …..και ο Ψαρής μου εδώ πιο πέρα.... να τον κρατάω από τα γκέμια και να του μιλάω …να του κλείνω με τις παλάμες μου τα μάτια του να μη βλέπει ….

Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί μας, που χειρίζονταν τα πολυβόλα σταμάτησαν μετά τις πρώτες ριπές ….δεν μποράγανε άλλο …πολλοί έτρεξαν μέσα… μέσα στα άλογα .....τ’ αγκάλιαζαν, τα κράταγαν σφιχτά με τα χέρια τους, όπως ήτανε έτσι λαβωμένα και έκλαιγαν με αναφιλητά …

...και αυτά δεν μπορούσαν να καταλάβουν, πως εμείς οι συντρόφοι τους τα σκοτώναμε …μερικά …και το θυμάμαι πολύ καλά ..τραυματίστηκαν και κάλπασαν χρεμετίζοντας μέσα... προς τα σοκάκια του Δικελή, σέρνοντας τα ματωμένα άντερα τους πίσω …

...τότε χτύπησα στα καπούλια τον Ψαρή μου να τρέξει κι αυτός μαζί τους να σωθεί ..το αλογάκι μου …το καλό μου αλογάκι …τρέξε Ψαρή μου …φύγε…φύγε μακριά... ….



Παππού ..παππού και τι έγινε μετά… τι έγινε παππού;


Τότε γύρισα το κεφάλι και ανέβηκα[9] στο πλοίο με τους άλλους …τα χρεμετίσματα των πληγωμένων αλόγων …οι φωνές των αξιωματικών μας … ανέβηκα …μη με ρωτάς άλλο τίποτες ……

Τελικά τα ζεστά δάκρυα δεν αποτελούν μόνο προνόμιο και δικαίωμα των μικρών παιδιών, αλλά και των μεγαλύτερων, όπως ακριβώς του παππού, ώστε να ξανα-γίνουν καθρέπτης της ιστορίας του:

Μπήκαμε στα πλοία παιδί μου…. όλοι μας και αφήσαμε ελεύθερα στην προκυμαία τα βόδια που σύρνανε τις άμαξες με τα πυροβόλα και τους τραυματίες και τα άλογα μας …ελεύθερα …χρεμέτιζε ο Ψαρής μου και του φώναζα δυνατά: Ψαρή…Ψαρή φύγε Ψαρή μου …τρέξε να σωθείς ..αλογάκι μου ..καλό μου αλογάκι τρέξε …

Όμως ο Ψαρής μου δεν έφυγε …έμεινε εκεί στην αποβάθρα… με κοίταζε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του και χρεμέτιζε ..πίστευε το καλό μου …το μικρό μου αλογάκι, πως θα ερχόμουνα πίσω ξανά να το βοσκήσω, να το περάσω με την ξύστρα και να καλπάσουμε ξανά μαζί …το αλογάκι μου, που κουβαλούσε δυο-δυο τους τραυματίες συναδέλφους μου ..που το ψαρί του χρώμα είχε γίνει μαύρο δίπλα εκεί στο λαιμό από τα αίματα τους ….το καλό μου αλογάκι, που περάσαμε τόσα μαζί …τα βόλια των τούρκων σφύριζαν πλάι μας μέχρι πριν λίγο και το αλογάκι μου δεν φοβόταν τότες …γιατί να φοβηθεί τώρα και να φύγει;

Άξαφνα αυτός ο ξερός ήχος, σαν ξαναόπλισαν τα Χότσκις[10] και τα κινητά ουραία από τα μάνλιχερ[11] …..πάει ..πάει ο Ψαρής μου …πάει το αλογάκι μου… το καλό μου αλογάκι….



Έτσι μου τα εξιστόρησε[12] ο παππούς εκείνο το πρωινό της Ανάστασης και σήμερα πολλά – πολλά χρόνια μετά, ο βετεράνος του 1922, επανέρχεται στη θύμηση μου.
Μ’ αυτές τις αληθινές ιστορίες έχτισα τα παιδικά μου χρόνια …ναι ομολογώ τις παραμέλησα, αδιαφόρησα για ένα διάστημα, όμως η καταλυτική δύναμη τους δεν με άφησε ποτέ να ησυχάσω ….

Να που το αλογάκι του παππού ..ο Ψαρής μπορεί και δίνει σήμερα στη ζωή(μας) μια άλλη περηφάνια. Την περηφάνια του καθημερινού ανθρώπου που, όσες φορές κι να πέσει, βρίσκει μέσα του δύναμη να σηκωθεί, την περηφάνια εκείνου που, μπροστά σε συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις, δεν παραδίδεται.

Κάλπασε μαζί με τον παππού στην αχανή Μικρά Ασία, βάδισε μεταφέροντας συστρατιώτες του τραυματίες πίσω, δίψασε, πείνασε, κρύωσε μαζί τους και στο τέλος εγκαταλείφτηκε στην πιο σκληρή μοίρα…

Τελικά ο καθένας μας οφείλει να γνωρίζει τι είναι εκείνο που του δόθηκε, ποια είναι η κληρονομιά του, η παράδοση του. Παράδοση, σημαίνει παραδίδω σε κάποιον κάτι …. Απ’ τους παππούδες, τους γονείς μας και από μια μακριά γραμμή αίματος και θυσιών των προγόνων, που χάνεται στο παρελθόν.

Εξασφαλίζεται μ΄αυτό τον τρόπο, η συναισθηματική πληρότητα και δύναμη για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε προβλημάτων. Κατανοείται και ερμηνεύεται σωστά η γύρω μας πραγματικότητα.

Έτσι το ξέρω πια κι εγώ καλά, ότι κληρονομιά δική μου και της γενιάς μου είναι όχι οι ιστορίες του παππού, αλλά κυρίως η πορεία του, η ακλόνητη αγάπη στην Πατρίδα και στις αξίες της ζωής και της δικαιοσύνης.

Οι αληθινές ιστορίες έχουν πάντα τη δύναμη να γονιμοποιούν την ορμή της σκέψης, αλλά και της ζωής μας…

Ο χώρος και ο χρόνος μπορούν εύκολα να μεταμορφωθούν και να υπερασπίσουν σημειολογικά το ηθικό πεδίο σε κάθε είδους επίδοξους προφήτες και σωτήρες !!!


ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ για όλους και φυσικά για τον ΤΟΠΟ μας.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η Ιστορία σχετίζεται με την Ανεξάρτητη Μεραρχία (ΑΜ), στην οποία συμμετείχε ο παππούς μου (γεννηθείς το 1894). Η Ανεξάρτητη Μεραρχία, ευρισκόμενη στην Τουρκία, τις 15 Αυγούστου 1922 έλαβε εντολή να αποσπασθεί του Γ΄ Σώματος Στρατού στο οποίο ανήκε και να σπεύσει σε βοήθεια του νοτίου συγκροτήματος, που υπαγόταν στις διαταγές του Β΄ Σώματος Στρατού. Κανείς τους δεν γνώριζε ούτε φανταζόταν ότι το νότιο συγκρότημα (32 Σύνταγμα) είχε κυριολεκτικά καταστραφεί από τους Τούρκους. Την 16η Αυγούστου του 1922 η Ανεξάρτητος Μεραρχία ξεκίνησε με κατεύθυνση την Κιουτάχεια και αφού διάνυσε 35 χιλιόμετρα κάτω από ραγδαία βροχή έφτασε στις 17 Αυγούστου στον Ποταμό Γύμαρη. Στους στρατιώτες απαγορεύθηκε να ανάψουν φωτιά. Τις 18 Αυγούστου το πρωί' και ενώ η Ανεξ. Μεραρχία προσπαθούσε να διασχίσει τον ποταμό Γύμαρη εδέχθη σφοδρά επίθεση από την Τουρκική μεραρχία (Καυκάσου) και από άλλες τουρκικές δυνάμεις. Κατά την μάχη η Α.Μ. πολέμησε γενναία "ανωτέρα πάσης περιγραφής" και οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι φορούσαν γαλλικές στολές (οι μεγάλες δυνάμεις Γαλλία και Αγγλία ευθύνονται για την Μικρασιατική καταστροφή) και από αυτούς πληροφορήθηκαν ότι ο ελληνικός στρατός ηττημένος με σημαντικές απώλειες, είχε υποχωρήσει.
Δύο χιλιόμετρα από τον ποταμό Γύμαρη η Ανεξάρτητος Μεραρχία ευρέθη προ φρικιαστικού θεάματος, των νεκρών του 32 Ελληνικού Συντάγματος (γυμνά και παραμορφωμένα πτώματα, αποκεφαλισμένα). Σε διάστημα 16 ημερών η Ανεξάρτητος Μεραρχία διήνυσε με τα πόδια πάνω από 600 χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στο Δικελή και από εκεί στην Μυτιλήνη, δια μέσου ορεινών περιοχών, με λίγα τρόφιμα, και το κυριότερο χωρίς να έχουν επαφή με τον ελληνικό στρατό (ήταν εντελώς μόνοι, και στην Ελλάδα τους θεωρούσαν νεκρούς). Μέχρι να φτάσει στο Δικελή:
* Καθ΄ όλη την διάρκεια της πορείας δεχόταν επιθέσεις από Τούρκους χωρίς όμως απώλειες.
* Από όλα τα χωριά που περνούσε η Α.Μ., οι Τούρκοι κάτοικοι έμεναν κατάπληκτοι διότι στην αρχή νόμισαν την ελληνική μεραρχία ως τουρκική. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι εβδομάδες μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού θα εμφανίζονταν και πάλι Έλληνες στρατιώτες.
* Στα περισσότερα χωριά (με έντονο το ελληνικό στοιχείο) διαπιστώνονται αγριότητες σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών και των Ελλήνων στρατιωτών.
Περισυλλέγονται δεκάδες τραυματίες, θάβονται εκατοντάδες πτώματα, απάνθρωπα ακρωτηριασμένα.
* 8.000 περίπου Έλληνες και Αρμένιοι άμαχοι ακολούθησαν την Ανεξάρτητη Μεραρχία και διεσώθησαν. (Στην αρχή της πορείας, στην πόλη Σαντιρτzή ενώ είχαν υποσχεθεί στους Έλληνες κατοίκους ότι θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα τελικά δεν το έπραξαν διότι η Α.Μ. "δεν προέβλεπε ευχάριστον την εξέλιξη της περαιτέρω καθόδου της". Τότε οι Έλληνες κάτοικοι της πόλεως άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα προς τους Έλληνες στρατιώτες μεταξωτά χειροποίητα κεντήματα και άλλα πολύτιμα είδη. Η Α.Μ. είχε την γνώμη ότι αφήνοντας τους Έλληνες κατοίκους στον τόπο τους, οι Τούρκοι συγχωριανοί τους θα τους σέβονταν και θα τους προστάτευαν από τον στρατό τους. Μετά από πολλούς μήνες έγινε γνωστό στην Ελλάδα ότι οι κάτοικοι του Σαντιρτzή εσφάγησαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν).
Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΜΕΡΑΡΧΙΑ υπήρξεν η μόνη μεγάλη μονάς της εν Μικρασία Ελληνικής Στρατιάς, που δεν υπέστη την διαλυτικήν επίδρασιν της Μικρασιατικής καταστροφής. Επεβλήθη ως στρατιωτική μονάς " υποδειγματική ανωτάτου ψυχικού επιπέδου..."

2.Συνταγματάρχης Δημήτριος Θεοτόκης.

3.Χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα τον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε. Εν τω μεταξύ η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης, αφού την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατέστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.

4.Η Ανεξάρτητη Μεραρχία πραγματοποίησε έναν εξαιρετικό άθλο, διανύοντας σε 15 μέρες 600 χιλιόμετρα σε χώρα εχθρική κι ενώ βαλλόταν συνεχώς από το τουρκικό ιππικό και τους κατοίκους. Έφτασε όμως στο Δικελή σώζοντας τους Έλληνες και Αρμένιους αμάχους και στις 31 Αυγούστου ξεκίνησε να περνάει στη Μυτιλήνη.

5.Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Τσίπουρας, ένας εξαίρετος αξιωματικός μετέπειτα φρούραρχος Μυτιλήνης. Επέβαλλε την τάξη και πειθαρχία και με την ανδρεία του αποθεώθηκε από τους συναδέλφους και στρατιώτες της Μεραρχίας. Μέραρχος ο συνταγματάρχης Δημήτριος Θεοτόκης.

6.Η οπισθοφυλακή αποτελούνταν από δυο(2) τάγματα του 53 ου Συντάγματος και δυο(2) τάγματα του 51ου συντάγματος μαζί με την 1η ορεινή πυροβολαρχία ..Το ηθικό : άριστο και συνειδητή πειθαρχία.

6.Ταγματάρχης Πλασκοσοβίτης Ηλίας: διοικητής 1ου τάγματος – 51ου πεζικού συντάγματος.

7.Τούρκοι άτακτοι, ευθύνονται για αποτρόπαια, φρικώδη εγκλήματα πολέμου κατά ελλήνων αξιωματικών,στρατιωτών και άμαχου πληθυσμού.

8.Ορειβατικά πυροβόλα διαμετρήματος 75 χιλ., που χρησιμοποιήθηκαν από τον ελληνικό στρατό το 1922.

9.Οι τελευταίοι έλληνες αξιωματικοί που εγκατέλειψαν το Δικελή -αφού πρώτα φρόντισαν να επιβαστούν με ασφάλεια ο άμαχος πληθυσμός που ακολουθούσε την ανεξάρτητη μεραρχία, καθώς και οι έλληνες στρατιώτες - ήταν οι: Αντισυνταγματάρχες Νικόλαος Τσίπουρας(διοικητής 53ου Συντάγματος Πεζικού), Ιωάννης Κωνσταντίνου(διοικητής πεζικού μεραρχίας), Γεώργιος Μομφεράτος(επιτελάρχης μεραρχίας) και Στέφανος Μαυρογένης(διοικητής πυροβολικού της μεραρχίας), ταγματάρχες Αντώνιος Μπουντούρογλου(υποδιοικητής 53ου Συντάγματος Πεζικού) και Νικόλαος Κολομβότσος(διοικητής Μοίρας Ορειβατικού Πυροβολικού συστήματος Σνάιντερ – Δαγκλή.

10. Το Hotchkiss 1922 ήταν ένα Γαλλικό οπλοπολυβόλο, χρησιμοποιούσε φυσίγγιο mauser 7,92 mm και χρησιμοποιήθηκε από τον Ε.Σ.

11.Τυφέκιο Mannlicher-Schonauer 1903, διαμέτρημα 6.5Χ 54 mm, βασικό τυφέκιο Ε.Σ κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

12.Η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπήρξε η μοναδική μεγάλη μονάδα του ελληνικού στρατού που, στην Καταστροφή, δεν διαλύθηκε και δεν παραδόθηκε. Που κέρδισε με το αίμα της κάθε χιλιόμετρο στην ατέλειωτη πορεία από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, επιβιβάστηκε στα πλοία ακέραια με τις σημαίες της και τα διακριτικά των μονάδων, με τον οπλισμό της και την περηφάνια της και φυσικά με όλους εκείνους που είχε σώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου